πέδιλλον

πέδιλλον
μετά-εἴλω
shut in
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
μετά-εἴλω
shut in
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
μετά-ἴλλω
shut in
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
μετά-ἴλλω
shut in
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”